σύγνεφο

σύγνεφο
το
βλ. σύννεφο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σύγνεφο — το, Ν βλ. σύννεφο …   Dictionary of Greek

  • καταδίκη — Η κύρωση ή η υποχρέωση που επιβάλλει το δικαστήριο κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας ως τιμωρία για την παράβαση κάποιου νομικού κανόνα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ή κρίνοντας μια διαφορά στο αστικό δίκαιο. Ειδικότερα, κ.… …   Dictionary of Greek

  • νέφαλο — και νέφαλον και γνέφαλο, το (Μ νέφαλο και νέφαλον και νέφελο και νέφελον και ἀνέφαλον) νέφος, σύννεφο, νεφέλη («και νέφαλο στον ουρανό θολό δεν απομένει», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. σύννεφο σκόνης 2. τεχνητό σύννεφο 3. (σε σκηνοθετικές διευκρινίσεις… …   Dictionary of Greek

  • νέφι — το (Μ νέφι και γνέφι) σύννεφο μσν. μτφ. σκόνη, νεφελώδης κονιορτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος, κατά τα ουδ. σε ι (για την ανάπτυξη τού γ προ τού ν πρβλ. σύννεφο: σύγνεφο)] …   Dictionary of Greek

  • νοιάζομαι — και γνοιάζομαι 1. ενδιαφέρομαι για κάποιον ή για κάτι, μεριμνώ, έχω έγνοια 2. έχω προβλήματα που μέ απασχολούν, ανησυχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐννοιάζομαι < ἔννοια + κατάλ. ζω, με σίγηση τού αρκτικού ε . Ο τ. γνοιάζομαι με ανάπτυξη γ προ τού ν (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • συννεφοσκέπαστος — και συγνεφοσκέπαστος, η, ο, Ν σκεπασμένος με σύννεφα, νεφοσκεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύννεφο / σύγνεφο + σκεπαστός] …   Dictionary of Greek

  • σύννεφο — και σύγνεφο, το, Ν 1. νέφος που δημιουργείται στον ουρανό 2. μτφ. α) θλίψη, στενοχώρια στο πρόσωπο ενός ανθρώπου β) πλήθος από κάποιο είδος 3. πληθ. τα σύννεφα μτφ. απειλητικά προμηνύματα 4. φρ. «πάει σύννεφο» (ιδιωμ.) λέγεται για κάτι, συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • Γ, γ — Το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Αντιστοιχεί με το φοινικικό γίμμελ και στις πιο αρχαίες ελληνικές επιγραφές και στην ετρουσκική προσαρμογή του είχε το σχήμα . Με τη μεταρρύθμιση του αλφαβήτου την εποχή του άρχοντα της Αθήνας Ευκλείδη… …   Dictionary of Greek

  • σύννεφο — σύννεφο, το και σύγνεφο, το 1. νέφος: Σύννεφα πυκνά κάλυψαν τον ουρανό. 2. μτφ., «σύννεφα καπνού», «σύννεφο σκόνης» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”